Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Ποίηση..Μουσική....Στιγμές.


Στη  Λάμια  Μπεντίουι     29/7/2011


Βραδάκι όμορφο, καλοκαιρινό
ανάμεσα σε φύλλωμα πυκνό,
τα σκαλιά.....
Κατεβαίνω αργά,όλος ο τόπος ευωδιά
αυτή η τρομερή μυρωδιά που μου σπάει τη μύτη
τα φυτά.....στη ρεματιά...........

Βραδάκι όμορφο καλοκαιρινό
ανάμεσα σε φύλλωμα πυκνό
τα σκαλιά....
μπροστά το ξάγναντο
αλάνα φτιαγμένη,έτοιμη για σένα
κουτιά με ηλεκτρική ισχύ έτοιμα να μεταδώσουν πιστά και καθαρά τη φωνή σου
μηνύματα από κόσμους άλλους, άλλες γλώσσες
που μεταφέρουν τα ίδια πάθη, έρωτες,λύπες, χαρές
των ανθρώπων οι ψυχές στο διηνεκές
πάντα ίδιες............

Βραδάκι όμορφο καλοκαιρινό
ανάμεσα σε φύλλωμα πυκνό
τα σκαλιά......
συνεχίζω, δε σταματώ
ούτε κερκίδα ούτε αλάνα
το σπιτάκι το μικρό ψάχνω, εσένα ψάχνω
το χέρι να σου σφίξω, να σου θυμίσω τότε που σε είχα πρωτοδεί
και με κέρδισες
τη φωνή σου ν'ακούω και να μεταφέρομαι αλλού
σ'άλλους τόπους
ακούσματα γλυκά,από τζαμιά αλλαργινά
και μια παράκληση
Από τον πλούτο της φωνής που τόσο απλόχερα μοιράζεις
στείλε νότες ψιλές,γλυκές,μυριοτραγουδισμένες
στη χάρη αυτής της κοπελλιάς
το κάλλος της φωνητικής χροιάς που δε θα ξαναγγίξει το νεύρο το ακουστικό
το αηδόνι αυτό
που πρόωρα απόμεινε βουβό.....

Βραδάκι όμορφο καλοκαιρινό
ανάμεσα σε φύλλωμα πυκνό
τα σκαλιά.........
ξανανεβαίνω...
τ'ακούσματά σου παντού,ανάμεσα από τη δροσιά ακόμα ξεχειλίζουν
σε γλώσσες της Σιτσίλια, των Βερβερίνων εραστών, των δρόμων του Μαρόκου
τόσο όμορφα...
ξανανεβαίνω τα σκαλιά
το μόνο που δεν άκουσα το όμορφο κατευόδιο
γλυκό το χάδι από φωνή
ν'αναζητάει μιά φωνή
που μόνο τώρα θα λαλεί στις φυλλωσσιές του Άδη.

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2011

Λέξεις που χάνονται

Ο Δήμος μπήκε ΒΑΡΥΘΗΜΟΣ στον παληό καφενέ, κραδαίνοντας ένα βαρύ κομπολόγι από κεχριμπαρένιες χάντρες. 
-σπέρα...ψυχοκουβέντιασε κοιτάζοντας αδιάφορα έναν-έναν τους θαμώνες, ψάχνοντας για το πού θα θρονιάσει τον τεράστιο όγκο του. Τα λιγοστά τραπέζια,σιωπηλές φιγούρες,απομεινάρια της παληάς διακόσμησης με το καφέ-σκούρο ξύλο καλά διατηρημένο στο χρονικό διάβα και το μαρμάρινο επίπεδο'etage'διακοσμημένο με τα νερά, τα χτυπήματα, τα καψίματα και τις ραγάδες μιας ολόκληρης ζωής χρήσης. Εβδομήντα επτά χρόνια. Ο καφενές πρωτάνοιξε το 1925, στο κέντρο περίπου της μικρής τότε επαρχιακής πόλης...Ίσως τότε να δέσποζε ως “Το κατάστημα” στην περιοχή, ο διάκοσμος-φαντάζομαι επιβλητικός-με του παληούς καθρέφτες,σκαλιστά ξύλινα πλαίσια δουλεμένα από τεχνίτες που σήμερα σπανίζουν προσεγμένα πόντο-πόντο με κάθε λεπτομέρεια, λαξευμένα με μεράκι, έρωτα για το ξύλο και το σχήμα που παίρνει ζωή ή τη ζωή που δίνει σχήμα,μορφή στον άψυχο όγκο που αγνώριστος πια, μεταλλαγμένος θα αγκαλιάζει για ποιός ξέρει πόσα χρόνια την πόρτα του κόσμου των ειδώλων. Βρήκε άδειο το τραπεζάκι που του άρεσε, αυτο που καθοταν πάντα όταν ερχόταν,αυτό που όταν ήταν “πιασμένο” έφευγε από τον καφενέ,δεν ήθελε να καθήσει-δεν έχει νόημα, ψέλλιζε..κοιτάζοντας αλλού όταν τον ρωτούσαν. Ναι, γι'αυτόν δεν είχε νόημα. Εκεί ήταν οι στιγμές, ο τόπος καιο χρόνος δικός του. Από το συγκεκριμένο τραπεζάκι, γωνιά δίπλα στη μεγάλη τζαμόπορτα, άφηνε τη σκέψη του και τη φαντασία του να ταξιδέψει μακριά,να οργώσει θάλασσες, να διαβεί βουνά, να δεί το πράσινο της πεδιάδας, την Άνοιξη μ'όλα τ'ανθισμένα λουλούδια γαρνιτούρα στο πιάτο της ψυχής του. Εκεί όταν καθόταν,κοίταζε μακριά μπροστά του το “πεντάδρομο”-έτσι τόλεγε. Η συμβολή των πέντε δρόμων δίπλα στο αρχαίο τείχος.Εκεί η ματιά του και οι θύμησές του. Οι φαντασιώσεις του,ο κόσμος του. Στο πεντάδρομο αυτό γνώρισε και βίωσε ζωή και θάνατο. Έτσι κάθε τόσο,περνούσαν όλα από μπρός του σαν κινηματογραφική ταινία που πρωταγωνιστούσε ο ίδιος. Εκεί γνώρισε την Αντιγόνη του,σύντροφο της ζωής του για τόσο λίγο. Δεν τη χάρηκε,δεν πρόκανε. Κάτι ο πόλεμος,κάτι η αντίσταση, κάτι το σαράκι που αντί να σαρακοφάει τα ξύλα,του πήρε το Αντιγονάκι του. Θυμόταν, έβλεπε τα ραντεβού τους με τα φιλάκια στο αρχαίο τείχος.Έβλεπε όμως και την άλλη πλευρά της ζωής στο αρχαίο τείχος.Εκεί που άφησε τα εγκόσμια ο αδερφός του μέσα στο άλικο χρώμα, θύμα της βίας του κατακτητή. Εικόνα βίαιη, ανεξίτηλη, κατακτητής της καθημερινότητας στον σταματημένο νού του. Εκείνο το σούρουπο του Δεκέμβρη χώρισε για πάντα τα ημισφαίρια του εγκεφάλου του δημιουργώντας ένα αγεφύρωτο χάσμα. Από τη μιά το Αντιγονάκι, από την άλλη ο Αναστάσης του, μικρότερος και στερνοπαίδι. Φωτιά στα 23 του, δράση, εξυπνάδα και παλληκαριά χάθηκαν άδοξα εκείνο το σούρουπο.......... Εκεί λοιπόν απόμεινε και ο Δήμος. Ακολουθώντας μια ζωή-αγγαρεία, βάσανο για το ταλαίπωρο κουφάρι του μιάς και ο νούς του είχε ξομείνει μακριά, πολύ μακριά μέσα σε αξεπέραστη ομίχλη. Νεφέλωμα που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει χρόνια τώρα, μέλι για την ψυχή των δικών του αγαπημένων που δεν τον άφηνε να ξεστρατίσει, να βιώσει τον δικό του δρόμο. -Σηκώθηκε το ίδιο βαρειά όπως είχε μπεί. Μάζεψε το κεχριμπαρένιο κομπολόγι 'τη γαϊδουρίτσα' όπως συνήθιζε να τη λέει-κολλημένος μ'αυτή στα ταξίδια του νού του-και μ'ένα ξερό, βαρύ “νύχτα” που μόλις ακούστηκε, χάθηκε στο 'πεντάδρομο'......

Πολιτικά

Λοιπόν τι έγινε; Πού πήγανε οι συνελεύσεις στις πλατείες; Καταργήθηκαν όλα αναμένοντας το ενιαίο μισθολόγιο; Ελπίδα για την αναζωογόνηση του κόσμου;